- ακούρνιαστος
- και -χτος και -γος, -η, -ο [κουρνιάζω](για πτηνά) αυτός που δεν κούρνιασε για να κοιμηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακούρνιαστος — ακούρνιαστος, η, ο και ακούρνιαχτος, η, ο 1. (για πουλιά), αυτός που δεν κούρνιασε, δεν κοιμήθηκε: Οι κότες είναι ακόμη ακούρνιαστες. 2. (για ανθρώπους), αυτός που δεν πήγε για ύπνο: Περασμένα μεσάνυχτα και τα παιδιά είναι ακούρνιαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)